Σημαντική είναι η διάκριση των δημοσίων συμβάσεων σε :
α) Δημόσιες συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου: όταν ναι μεν είναι συμβαλλόμενος δημόσιος φορέας, όμως δεν μετέχει ως φορέας δημόσιας εξουσίας αλλά ως απλός ιδιώτης και ίσταται στο ίδιο δικαιοπρακτικό επίπεδο με τον αντισυμβαλλόμενο (π.χ. σύμβαση που συνάπτει δημόσιο νομικό πρόσωπο για διαχείριση ιδιωτικής περιουσίας του, εκμίσθωση ακινήτου ή σύμβαση πώλησης ακινήτου του δημοσίου)
β) Δημόσιες συμβάσεις δημοσίου δικαίου ή διοικητικές συμβάσεις:
Η διάκριση αυτή είναι μερικές φορές δυσχερής, έχει ωστόσο μεγάλη πρακτική σημασία από την άποψη του εφαρμοστέου δικαίου και την άποψη της δικαιοδοσίας (εάν είναι αρμόδια τα πολιτικά ή τα διοικητικά δικαστήρια). Ειδικότερα:
ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΜΙΑ ΣΥΜΒΑΣΗ:
Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συνάγματος, η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από σύμβαση υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μόνο εάν η σύμβαση είναι διοικητική. Στην αντίθετη περίπτωση που η σύμβαση θα θεωρηθεί ιδιωτική δικαιοδοσία για την επίλυση της διαφοράς θα έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (Διοικ. Εφ.2452/2011).
Για να θεωρηθεί μία σύμβαση διοικητική πρέπει να πληροί σωρευτικά τις παρακάτω προϋποθέσεις :
α/ Ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου
β/ Με τη σύναψη της συμβάσεως να επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος τον έχει αναγάγει σε σκοπού δημοσίου συμφέροντος
γ/ Ο συμβατικός δεσμός να διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου θέση υπερέχουσα έναντι του άλλου αντισυμβαλλομένου (ΣΤΕ414/2011, ΑΕΔ6/2007,1664/2009) (όταν δεν υπάρχει δηλαδή ισότιμη βούληση προς τη βούληση του αντισυμβαλλόμενου ιδιώτη).
Με βάση το αντικείμενό τους οι δημόσιες συμβάσεις διακρίνονται σε:
α) δημόσιες συμβάσεις έργων (δημιουργία κατασκευής που δεν υπήρχε στον εξωτερικό κόσμο προηγουμένως, που συνδέεται με το έδαφος/συστατικά του και απαιτεί ειδική κι εμπεριστατωμένη τεχνική γνώση και επέμβαση σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά τη δραστηριότητά αυτή τεχνικά και οικονομικά αυτοτελή)
β) δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (αγορά, χρηματοδοτική μίσθωση, μίσθωση αγαθών)
γ) δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών (εκτέλεση εργασιών για λογαριασμό του δημοσίου, προσφορά προς αυτούς συνόλου άϋλων αγαθών ή δραστηριοτήτων με τη μορφή ολοκληρωμένου έργου, οι οποίες εντάσσονται στον τριτογενή τομέα)
δ) μικτές συμβάσεις (υπάγονται συμβάσεις που ενσωματώνουν χαρακτηριστικά περισσότερων κατηγοριών, π.χ. αγορά και εγκατάσταση συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιέχει αφενός μεν στοιχεία πώλησης-προμήθειας αφετέρου δε παροχής υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις αυτές για την ανεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου υιοθετείται το κριτήριο του «προέχοντα χαρακτήρα της σύμβασης», ποιο στοιχείο της σύμβασης δηλαδή είναι κύριο)
ε) συμβάσεις παραχώρησης (με αυτές το κράτος ή άλλος δημόσιος φορέας αναθέτει σε ιδιώτη ανάδοχο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τη διαχείριση και εκμετάλλευση, με δική του ευθύνη, δημόσιας οικονομικής υπόθεσης και ιδίως την άσκηση μιας δημόσιας υπηρεσίας υπό την λειτουργική έννοια του όρου, ή την κατασκευή και εκμετάλλευση δημοσίου έργου, π.χ. συντήρηση κι εκμετάλλευση γέφυρας, περισυλλογή εγκαταλελειμμένων οχημάτων στην περιοχή ενός δήμου)